ληξιαρχικός

ληξιαρχικός
-ή, -ό (Α ληξιαρχικός, -ή, -όν) [ληξίαρχος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ληξίαρχο ή στο ληξιαρχείο
νεοελλ.
αυτός που χρησιμεύει για βεβαίωση γεγονότων σχετικών με την αστική κατάσταση τών πολιτών, όπως γεννήσεων, βαπτίσεων, θανάτων, γάμων διαζυγίων (α. «ληξιαρχικές πράξεις» — πράξεις που έχουν ως αντικείμενο τη βεβαίωση γέννησης, βάπτισης, γάμου ή θανάτου
β. «ληξιαρχικά βιβλία» — βιβλία στα οποία καταχωρίζονται οι ληξιαρχικές πράξεις)
αρχ.
φρ. «ληξιαρχικὸν γραμματεῑον» — ο επίσημος κατάλογος τών πολιτών κάθε αθηναϊκού δήμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ληξιαρχικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο ληξιαρχείο ή προέρχεται απ αυτό: Ληξιαρχική πράξη θανάτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληξιαρχικά — ληξιαρχικός belonging to the neut nom/voc/acc pl ληξιαρχικά̱ , ληξιαρχικός belonging to the fem nom/voc/acc dual ληξιαρχικά̱ , ληξιαρχικός belonging to the fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληξιαρχικόν — ληξιαρχικός belonging to the masc acc sg ληξιαρχικός belonging to the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληξιαρχικοῖς — ληξιαρχικός belonging to the masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληξιαρχικοῦ — ληξιαρχικός belonging to the masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληξιαρχικῷ — ληξιαρχικός belonging to the masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”